Η πρώτη αναφορά σχετικά με την χλωρίδα της Γαύδου χρονολογείται κατά το 1627, όταν ο Prospero Alpini  εξέδωσε το βιβλίο «De plantis exotics», όπου συμπεριέλαβε την περιγραφή 84 κρητικών ειδών με ασαφείς τοποθεσίες, όπου όμως τουλάχιστον μία αναφέρεται στη Γαύδο. Στη σύγχρονη εποχή, ήδη από το 1935, ήταν γνωστά 137 είδη της Γαύδου.
Από την υπόλοιπη βιβλιογραφία αποδελτιώθηκαν συνολικά 156 είδη φυτών που ανήκουν σε 147 οικογένειες, ενώ η δική μας έρευνα στα πλαίσια του προγράμματος : «Γαύδος, ένα νησί στο άκρο της Ευρώπης», αποκάλυψε σε πρώτο στάδιο άλλα 60 είδη κάνοντας έτσι το συνολικό αριθμό 201. Οι Bergmeier et al (1997) αναφέρουν ένα σύνολο 470 ειδών συμπεριλαμβανομένων και των υποειδών.

Ανεξάρτητα από τον ακριβή αριθμό ειδών, τα παρακάτω στοιχεία χαρακτηρίζουν την χλωρίδα της Γαύδου:
1.      Περίπου το 60% των ειδών είναι Μεσογειακά ή ανατολικομεσογειακά .
2.       Αρκετά είδη εξαπλώνονται στην κεντρική και νότια Ευρώπη, ενώ υπάρχουν και είδη που προέρχονται από τη Βόρεια Αφρική.
3.       Συγκριτικά με τον ενδημισμό που εμφανίζει η Κρήτη σε φυτικά είδη (10%), η Γαύδος παρουσιάζεται πολύ φτωχή (2%), ποσοστό που αφορά τα δυο κρητικά ενδημικά  Belle valia breviredicellata  και Limonium elafhonisicum καθώς και το μοναδικό ενδημικό της Γαύδου Bupleurum gaudianum, το οποίο αμφισβητείται από τον Snogerup, αλλά επιβεβαιώθηκε από τον  Bergmeier  (1997). Ο τελευταίος παρουσίασε άλλα 18 αιγαιικά ενδημικά είδη.
4.       Η Γαύδος θεωρείται ένας σημαντικός φυγογεωγραφικός σύνδεσμος μεταξύ Κρήτης και Κυρηναϊκής. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι τουλάχιστον δύο είδη, τα Anchusa variegata και Callitriche pulchra φαίνεται να εξαπλώνονται στη βόρεια Λιβύη και τη Γαύδο, ενώ το είδος Reseda odorata θεωρείται αυτόχθονο μόνο στις δύο αυτές περιοχές. Πράγματι φαίνεται ότι χλωριδικά η Γαύδος συνδέεται περισσότερο με την Λιβύη από ό,τι με τα Κύθηρα για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι η απόσταση είναι μεγαλύτερη και δεν υπάρχουν ενδιάμεσες γέφυρες ξηράς.
Σχετικά με τη βλάστηση , βάσει δορυφορικής φωτογραφίας (LANDSAT 2,11.4.1978), και επιτόπιων παρατηρήσεων περιγράφηκαν τρεις βασικοί τύποι βλάστησης που σε πολλές περιπτώσεις αλληλεπικαλύπτονται (Βώκου, 1983):
1.      Μακί και φρύγανα που καλύπτουν πάνω από το 60% του νησιού.
2.       Πευκοδάση που καλύπτουν το 10% του νησιού.
3.       Συστάδες οξυκέδρων που καλύπτουν λιγότερο από το 3% του νησιού.
Παλαιότερες αναφορές σχετικά με τη βλάστηση της Γαύδου την παρουσίαζαν ως βραχώδη και άδενδρη (Simoneli, 1983- Σπανάκης,1981). Κάτι τέτοιο δεν είναι περίεργο αν σκεφτεί κανείς το γεγονός  ότι στις αρχές του αιώνα μας η  Γαύδος είχε 400 κατοίκους οι οποίοι καλλιεργούσαν το 80% περίπου της γης και είχαν γύρω στα 12.000 αιγοπρόβατα που βοσκούσαν ελεύθερα.
Η μετέπειτα εγκατάλειψη των καλλιεργειών και η δραματική μείωση του πληθυσμού επέδρασαν σημαντικά στην παρατηρούμενη εξάπλωση των φρυγάνων και των πεύκων στο νησί.
Τα συνεχώς αυξανόμενα πευκοδάση έχουν αντίστοιχα αυξήσει τον κίνδυνο πυρκαγιάς στο νησί, κάτι που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη σε όποια διαχειριστική μελέτη εκπονηθεί, ούτως ώστε να διατηρηθούν ο φυσικός πλούτος και η αισθητική του νησιού.
Μέχρι σήμερα έχουν αναγνωρισθεί 21 τύποι οικοτόπων στη Γαύδο και στη Γαυδοπούλα από τους οποίους οι περισσότεροι ανήκουν στη μεσογειακή βλάστηση και παρουσιάζουν ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης. Τρεις από αυτούς έχουν χαρακτηριστεί ως οικότοποι προτεραιότητας σύμφωνα με την οδηγία 92/43 της ΕΟΚ.
1.      Θίνες με λόχμες αρκεύθων.
2.       Βυθοί θάλασσας με ποσειδώνιες.
3.       Μεσογειακά εποχιακά τέλματα.
Η πανίδα της Γαύδου και Γαυδοπούλας ήταν μέχρι πρόσφατα πολύ λιγότερο μελετημένη απ’ ότι η χλωρίδα.
Μέχρι την εξαγωγή των πρώτων αποτελεσμάτων της επιστημονικής ομάδας του Μ.Φ.Ι.Κ. από την ετήσια έρευνα που διεξήγε στα πλαίσια του προγράμματος «Γαύδος, ένα νησί στο άκρο της Ευρώπης». Τα εξής πανιδικά στοιχεία μας ήταν γνωστά:
-Όσον αφορά τα ασπόνδυλα, μόνο τα χερσαία μαλάκια και τα ισόποδα ήταν επαρκώς μελετημένα: 25 είδη μαλακίων στη Γαύδο και 14 στη Γαυδοπούλα (Βαρδινογιάννη, 1994) και 12 είδη ισοπόδων (Scmalfuss, 1972;1975;1979), ενώ τα υπόλοιπα, μόνο 7 είδη κολεοπτέρων και ένα άκαρι που παρασιτεί σε σκορπιούς, μας ήταν ήδη γνωστά
-Ως προς τα πουλιά, η περιοχή χαρακτηριζόταν μικρής αφθονίας και ποικιλότητας. Εκτός από την πέρδικα και τους γλάρους κανένα άλλο πουλί δεν αναφέρετο ως μόνιμα φωλιάζον στο νησι.
-Τέλος μόνο δύο είδη θηλαστικών μας ήταν γνωστά από τη βιβλιογραφία, ο αρουραίος (Rattus rattus alexandrinus) και ο λαγος (Lepus lepus creticus) (Zimmermann, 1953).
Κατόπιν δικής μας έρευνας αναγνωρίστηκαν ακόμη:

1.Ασπόνδυλα: 3 ακόμα είδη χερσαίων μαλακίων στη Γαύδο, 17 είδη κολεοπτέρων στη Γαύδο και 5 στη Γαυδοπούλα, 6 είδη υμενοπτέρων, 5 είδη ορθοπτέρων, 3 είδη χειλοπόδων και 1 είδος διπτέρου.
2.Ερπετά: το είδος Hemidactylus turcidus και ίχνη που αποδεικνύουν την ύπαρξη μικρού πληθυσμού της θαλάσσιας χελώνας caretta caretta, κάτι που έχει πολύ σημασία τόσο για το είδος όσο και για τη διαχείρηση του νησιού.
3.Πουλιά: άλλα 100 είδη επιπλέον αυτών που αναφέρονταν, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό στα 121 είδη, από τα οποία όμως τα 11 είναι μόνιμοι επιδημητικοί κάτοικοι του νησιού.
4.Θηλαστικά: αναγνωρίστηκε επιπλέον το τρωκτικό Mus musculus και η νυχτερίδα Pipistrellus pipistrellus.

Τέλος έγινε προσπάθεια για τον εντοπισμό της μεσογειακής φώκιας Monachus monachus αφού υπάρχουν ενάλια σπήλαια τα οποία θα μπορούσαν δυνητικά να φιλοξενούν το ζώο αυτό.
Σε γενικές γραμμές αυτό που χαρακτηρίζει την πανίδα της Γαύδου είναι η φτώχια σε αριθμό ειδών στα σπονδυλωτά και η έντονη επίδραση της κρητικής πανίδας στη σύνθεση ειδών στα ασπόνδυλα.
Υπάρχουν αρκετές ενδημικές μορφές της Κρήτης, αλλά πολύ λίγα είδη είναι καθαρά ενδημικά του συγκροτήματος Γαύδου-Γαυδοπούλας. Από την άλλη υπάρχουν χαρακτηριστικά είδη της Κρήτης τα οποία απουσιάζουν από τα δύο αυτά νησιά και αυτό είναι εμφανές στα ερπετά και θηλαστικά.
Χαρακτηριστικές απουσίες είναι αυτές των Chalcides occelatus (το κοινό λιακόνι της Κρήτης) και Podarcis erhardii (κοινή σαύρα των μικρών νησιών του νοτίου Αιγαίου), καθώς και των εντομοφάγων θηλαστικών.
Σχετικά με την ορνιθοπανίδα, το συγκρότημα Γαύδου-Γαυδοπούλας αποτελεί πολύ σημαντικό σταθμό για τα μεταναστευτικά είδη, τόσο εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης όσο και επειδή διαθέτει ικανοποιητικό αριθμό αδιατάραχτων ενδιαιτημάτων, κατάλληλων για ξεκούραση και διατροφή μεγάλων πληθυσμών πουλιών.
Ο αριθμός και το πλήθος των μεταναστευόντων πουλιών και το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένα σπάνια και προστατευόμενα είδη που φωλιάζουν εκεί, κάνει τα δυο αυτά νησιά να θεωρούνται ως μια από τις πιο σημαντικές για την ορνιθοπανίδα περιοχές της Ευρώπης.

Κείμενα : Μπασγιουράκης Θεόφιλος / Φωτογραφίες: Άννα Καλαϊτζή / Ελληνικό Πανόραμα Τεύχος 10ο - Σεπτέμβριος 1998